- περιαγνίζω
- περιαγν-ίζω,A purify all round,
τὰ ἱερὰ ὕδατι D.H.7.72
, cf. Plu.2.974c ;δᾳδίοις τινά Luc.Nec.7
, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ ἱερὰ ὕδατι D.H.7.72
, cf. Plu.2.974c ;δᾳδίοις τινά Luc.Nec.7
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιαγνίζω — Α καθαρίζω κάτι ολόγυρα για εξαγνισμό («τὰ ἱερὰ καθαρῷ περιαγνίσαντες ὕδατι», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγνίζω «καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
περιαγνίζουσιν — περιαγνίζω purify all round pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περιαγνίζω purify all round pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) περϊαγνίζουσιν , περιαγνίζω purify all round pres part act masc/neut dat pl (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγνιζόμενοι — περιαγνίζω purify all round pres part mp masc nom/voc pl περϊαγνιζόμενοι , περιαγνίζω purify all round pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγνίζονται — περιαγνίζω purify all round pres ind mp 3rd pl περϊαγνίζονται , περιαγνίζω purify all round pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγνίζοντες — περιαγνίζω purify all round pres part act masc nom/voc pl περϊαγνίζοντες , περιαγνίζω purify all round pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγνίσαντες — περιαγνίζω purify all round aor part act masc nom/voc pl περϊαγνίσαντες , περιαγνίζω purify all round aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνίζω — ἁγνίζω (Α) 1. κάνω κάτι αγνό, καθαρό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω 2. θυσιάζω 3. «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» καίω τον νεκρό και τόν κάνω καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς 4. κατακαίω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἅγνισμα, ἁγνισμός,… … Dictionary of Greek
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιαγνίστρια — ἡ, Α γυναίκα που καθαρίζει για εξαγνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιαγνίζω + επίθημα τρια (πρβλ. φροντίσ τρια)] … Dictionary of Greek
περιηγνισμένοις — περϊηγνισμένοις , περιαγνίζω purify all round perf part mp masc/neut dat pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιηγνίζοντο — περϊηγνίζοντο , περιαγνίζω purify all round imperf ind mp 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)